H Ομοιοπαθητική είναι εναλλακτική θεραπευτική.
Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ολιστική της προσέγγιση.
Αντιλαμβάνεται τον ανθρώπινο οργανισμό ως σύνολο τριών επιπέδων : Του φυσικού σώματος, της ψυχής – πνεύματος και του νου, τα οποία βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό, δεν υπάρχουν ειδικότητες στην Ομοιοπαθητική, όπως υπάρχουν στη συμβατική Ιατρική.
Το σώμα μας λοιπόν, επηρεάζει και επηρεάζεται από το συναίσθημα και τις σκέψεις μας, άμεσα και καθοριστικά. Οποιαδήποτε δυσκολία αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας, ο οργανισμός προσπαθεί να την επεξεργαστεί και να τη διαχειριστεί ως σύνολο και ποτέ σε μεμονωμένα τμήματα. Αν τα τρία επίπεδα του οργανισμού δεν είναι ανεπτυγμένα, φροντισμένα και ασκημένα ισότιμα, τότε κάποια από αυτά αναγκάζονται να αναλάβουν το έργο και των άλλων επιπέδων. Έτσι, κάποιες δυσκολίες, που δεν αντέχουμε να τις διαχειριστούμε στο ψυχολογικό επίπεδο, τις μεταφέρουμε στο φυσικό μας σώμα, τις «σωματοποιούμε».
Σύμφωνα με την Ομοιοπαθητική προσέγγιση, το σύμπτωμα είναι ένα «κόκκινο λαμπάκι», που ανάβει ο οργανισμός μας, για να μας ενημερώσει πως κάτι δεν κάνουμε «σωστά». Κάποιες στάσεις ή αντιδράσεις μας δεν είναι λειτουργικές. Αν εμείς αγνοήσουμε αυτό το λαμπάκι και τα μηνύματα που μας φέρνει και συνεχίσουμε να αντιδρούμε με τον ίδιο τρόπο, τότε το
πρόβλημα θα μεταφερθεί σε βαθύτερα στρώματα του οργανισμού και σε σημαντικότερα όργανα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, στην Ομοιοπαθητική αναζητούμε πάντα την αρχική αιτία, που προκάλεσε τα συμπτώματα και
συνταγογραφούμε λαμβάνοντας υπόψη τα τρία επίπεδα του οργανισμού. Η Ομοιοπαθητική προσέγγιση είναι, ως εκ τούτου, εξατομικευμένη και εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής του ασθενή. Έτσι και το ιστορικό που λαμβάνεται από τον γιατρό, χρειάζεται να είναι εκτενές, σφαιρικό και να περιλαμβάνει πληροφορίες για όλα τα επίπεδα του οργανισμού.
Τα φάρμακα της Ομοιοπαθητικής χαρακτηρίζονται ως «σκευάσματα» και δεν έχουν φυσικο-χημικές ιδιότητες. Προέρχονται από φυσικές ουσίες, δηλαδή από ζώα, φυτά ή ορυκτά και παρασκευάζονται με ιδιαίτερη μηχανική επεξεργασία, έτσι ώστε η ενέργεια της πρωτογενούς ουσίας μεταφέρεται στο έκδοχο, χωρίς να παραμένει στο σκεύασμα ούτε ένα μόριο της αρχικής ουσίας. Έτσι, τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν έχουν παρενέργειες. Μόνο στην πρώτη εβδομάδα της λήψης ενός καινούριου, για
τον οργανισμό, φαρμάκου μπορεί να παρουσιαστεί μικρή αρχική επιδείνωση των ήδη υπαρχόντων συμπτωμάτων, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε βαθμιαία και σταθερή βελτίωση.